- λαρδηγός
- λαρδηγός, ὁ (Α)ο προμηθευτής αλατισμένου κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρδος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. σιτ-ηγός, χορ-ηγός. Το -η- τού τ. ερμηνεύεται από τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.